ξεστραβώνομαι

ξεστραβώνομαι
ξεστραβώνομαι, ξεστραβώθηκα, ξεστραβωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεστραβώνω — 1. καθιστώ ίσιο ένα στραβό αντικείμενο, ισιάζω 2. βοηθώ κάποιον να ανακτήσει την όρασή του 3. μτφ. παρέχω σε κάποιον τη δυνατότητα να μορφωθεί, να αντιλαμβάνεται και να κρίνει με ορθό τρόπο, μορφώνω 4. παθ. ξεστραβώνομαι απαλλάσσομαι από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”